- ἔποικος
- ἔποικος1 colonist, settler
υἱὸν δ' Ἄκτορος ἐξόχως τίμασεν ἐποίκων O. 9.69
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
υἱὸν δ' Ἄκτορος ἐξόχως τίμασεν ἐποίκων O. 9.69
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἔποικος — settler masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έποικος — ο (AM ἔποικος, ον) 1. αυτός που εγκαθίσταται μόνιμα σε ήδη κατοικημένη περιοχή 2. εκείνος που εγκαθίσταται από το κράτος σε απαλλοτριωμένη ή κατακτημένη περιοχή μσν. κάτοικος αρχ. 1. ξένος, αυτός που έρχεται από άλλη χώρα και δεν έχει πολιτικά… … Dictionary of Greek
έποικος — ο 1. ξένος εγκαταστημένος σε τόπο ήδη κατοικημένο. 2. ο άποικος, ο εγκαταστημένος σε αποικία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔποικον — ἔποικος settler masc/fem acc sg ἔποικος settler neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποίκοις — ἔποικος settler masc/fem/neut dat pl ἐπέοικε perf opt act 2nd sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποίκους — ἔποικος settler masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐποίκων — ἔποικος settler masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔποικα — ἔποικος settler neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔποικοι — ἔποικος settler masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εποικίζω — (AM ἐποικίζω) [έποικος] 1. εγκαθιστώ εποίκους σε ήδη κατοικημένο τόπο νεοελλ. εγκαθιστώ πρόσφυγες ή ακτήμονες σε δημόσιες ή απαλλοτριωμένες εκτάσεις αρχ. 1. τειχίζω («πόλιν ἐποικίσαι Λακεδαιμονίοις») 2. καλλιεργώ («ἔδωκεν κῆπον ἐποικίσαι»).… … Dictionary of Greek
εποικώ — (AM ἐποικῶ, έω) εγκαθίσταμαι ως έποικος σε κατοικημένο τόπο («Κυκλάδες ἐποικήσουσι νησαίας πόλεις», Ευρ.) αρχ. 1. εγκαθίσταμαι κάπου με εχθρικές διαθέσεις («ἐποικοῡντες ὑμῑν αἰεί τε ἐπιβουλεύουσι», Θουκ.) 2. παθ. ἐπικοῡμαι (για χώρα) κατέχομαι… … Dictionary of Greek